μητίεσσι

μητίεσσι
μη̱τίεσσι , μῆτις
wisdom
fem dat pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύφατος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος 2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φατός (< φημί), πρβλ. θεό φατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”